- πολυάνθεμος
- -ον, Α1. πλούσιος σε άνθη («πολυάνθεμοι ἄρουραι», Σαπφ.)2. διακοσμημένος με πολλά άνθη («πολυάνθεμοι μίτραι», Ανακρ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνθεμοντο φυτό βατράχιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἄνθεμον (πρβλ. ευ-άνθεμος, χρυσ-άνθεμος)].
Dictionary of Greek. 2013.